- επιθλίβω
- ἐπιθλίβω (AM)μσν.καταπιέζω κάποιοναρχ.1. πιέζω κάτι από πάνω2. πατώ, καταπατώ3. συνωθώ, συσσωρεύω4. καταπνίγω, παραλύω5. μτφ. ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επίθλιψις — ἐπίθλιψις, ἡ (AM) [επιθλίβω] συμπίεση, σύνθλιψη αρχ. θλάση, συντριβή … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
προσεπιθλίβω — Α πιέζω κάτι από επάνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιθλίβω «πιέζω κάτι από πάνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιθλίβω — Α ασκώ πίεση ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθλίβω «πιέζω»] … Dictionary of Greek